ακαταληκτικώς

ακαταληκτικώς
ἀκαταληκτικῶς (Α) [καταληκτικῶς]
(επίρρ). χωρίς κατάληξη, χωρίς τέλος, χωρίς διακοπή. (Επίκτ. 2.23.46).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”